ΔΟΜΕΣ - ΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ"Παλλάδιο, ένα σημαντικό κτίριο ξαναζεί. Αφιέρωμα στην εταιρεία ΑΕΙΝΑΕΣ"
Ένα σημαντικό κτίριο ξαναζεί
Στην οδό Πανεπιστημίου, στον αριθμό 54, γωνία με την οδό Εμμανουήλ Μπενάκη στο κέντρο της Αθήνας, σ' ένα γωνιακό οικόπεδο εμβαδού 835,30μ2, έχει αναπαλαιωθεί διατηρητέο, εκλεκτικιστικό κτίριο της δεκαετίας του '20 με την ονομασία «ΠΑΛΛΑΔΙΟΝ». Το κτίριο είχε αρχικά σχεδιαστεί και είχε λειτουργήσει ως ξενοδοχείο, ενώ σήμερα έχει αναλάβει τη χρήση κτιρίου γραφείων και καταστημάτων.
Πρόκειται για διατηρητέο νεοκλασικό κτίριο το οποίο περιλαμβάνει υπόγειο, ισόγειο, μεσοόροφο και 3 ορόφους. Το κτίριο έχει κτιστεί στο οικοδομικό τετράγωνο με αριθμό 17, με πρόσωπο 23.50μ. επί της οδού πανεπιστημίου και 36.25μ. επί της οδού Εμμ. Μπενάκη. Κατασκευάστηκε το 1915 με την ονομασία «ΠΑΛΛΑΔΙΟΝ» και είναι έργο του αρχιτέκτονα Παναγιώτη Ζίζηλα. Αποτελεί ένα από τα τρία κτίρια που μελέτησε ο ίδιος αρχιτέκτονας στο κέντρο της Αθήνας, ενώ τα άλλα δύο ήταν το «Μέγαρο Ησαΐα», στην οδό Πατησίων 65, που δυστυχώς έχει κατεδαφιστεί και το παλιό ξενοδοχείο «Μετροπόλ» επί της Σταδίου 69, το οποίο επίσης πρόσφατα ανακαινίστηκε, αλλάζοντας χρήση, από τους ίδιους μελετητές που μελέτησαν και το «Παλλάδιον». Τα κτίρια αυτά ήταν - όπως σημειώνει και ο Μάνος Μπίρης στη βιβλιογραφία του- ο νεωτερισμός της Αθήνας μετά το 1910 κατά τα παρισινά και βιενέζικα "Grand Palaίs" ή 'Zίnsρalaίs'. Το "Παλλάδιον", καθότι το προγενέστερο, διατηρεί σαφώς τους δεσμούς του με το νεοκλασικό παρελθόν. Φωτογραφία της νεανικής ηλικίας του κτιρίου δεν έχει βρεθεί, παρά μόνο μια φωτογραφία του 1960, σαφώς μεταγενέστερη. Παρόλα αυτά, είναι ακόμα και σήμερα σαφής η επιρροή του εκλεκτικισμού στις σχεδιαστικές αρχές που διέπουν το εν λόγω κτίριο.
Το «Παλλάδιον» έχει κατά καιρούς υποστεί εσωτερικές επεμβάσεις στο ισόγειο και στον μεσοόροφο, προκειμένου να ικανοποιηθούν λειτουργικά οι διάφορες χρήσεις που εξέλαβε κατά τη διάρκεια προηγούμενων δεκαετιών. Επίσης, έγιναν προσθήκες στον ισόγειο χώρο του και τον μεσοόροφο, που χρονολογικά τοποθετούνται στην αμέσως μετά το Β' παγκόσμιο Πόλεμο περίοδο.
Το κτίριο αυτό μαράζωσε περί τα μέσα της δεκαετίας του '90, όπου πλέον βρισκόταν σε κακή κατάσταση, με πολλαπλές φθορές στο διακοσμητικό αλλά και φέροντα οργανισμό του, και κατέληξε τελικά να αγοραστεί από ιδιώτη επιχειρηματία προς το τέλος της δεκαετίας του '90 ο οποίος και ξεκίνησε τη διαδικασία αποκατάστασής του.
Το κτίριο έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο - βάσει των ΦΕΚ 503Δ/83 και 592Β/83 - από δύο διαφορετικούς φορείς: τόσο από το ΥΠΕΧΩΔΕ, όσο και από το ΥΠ.ΠΟ λόγω των όψεών του, οι οποίες και θεωρούνται έργα τέχνης. Πρακτικά, αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αναγκαιότητα λήψης δύο ξεχωριστών εγκρίσεων για οποιαδήποτε μελέτη ή πράξη λάμβανε χώρα μέσα στο κτίριο, ενώ τελική έγκριση, πριν την έκδοση της αντίστοιχης οικοδομικής άδειας, έδωσε το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ). Το κτίριο αποτυπώθηκε πλήρως -εσωτερικά και εξωτερικά- προκειμένου να αποδοθεί με σαφήνεια και πιστότητα η γνήσια μορφή του. Η σοβαρή μελέτη που έγινε από τους μελετητές ως προς τη λεπτομερή αποτύπωση των στοιχείων του κτιρίου, αλλά και ως προς τη νέα συνθετική δομή των εσωτερικών χώρων, είναι εμφανής στο αποτέλεσμα που έχουμε σήμερα. Όταν ολοκληρώθηκε, αποδόθηκε ξανά στην αρχική μορφή του, μια και όλα τα στοιχεία είχαν φωτογραφηθεί, αποτυπωθεί και σχεδιαστεί σύμφωνα -βέβαια- και με τις οδηγίες της Διεύθυνσης Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού, από την οποία και αποσπάστηκε ειδικός συντηρητής στο κτίριο προκειμένου να κάνει αυτή τη δουλειά.
Όσον αφορά τη στατική δομή του κτιρίου θα πρέπει να επισημάνουμε ότι έγινε πλήρης αλλαγή του φέροντος οργανισμού του, προκειμένου αυτό να τηρήσει τις σύγχρονες προδιαγραφές αντισεισμικών κανονισμών και όλους τους κανόνες ασφαλείας. Με νέα θεμελίωση, κατάργηση των παλαιών υποστυλωμάτων με καινούργια εφαρμογή GUNITE, και λοιπές επεμβάσεις, το εκλεκτικιστικό αυτό κτίριο της δεκαετίας του '20, μπορεί να υπερηφανεύεται ότι πληροί όλα τα τεχνικά χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου κτιρίου συνδυάζοντας ταυτόχρονα την αίγλη και τη λάμψη του παλιού.
Παράλληλα άλλαξε πλέον χρήση από ξενοδοχείο σε κτίριο γραφείων και καταστημάτων. Οι τέσσερις πάνω όροφοι διαμορφώθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να λειτουργήσουν σα γραφεία, ενώ το ισόγειο και ο μεσοόροφος έχουν ήδη μισθωθεί ως καταστήματα στις εταιρείες TOI & ΜΟΙ, METROPOLlS και VODAFONE.
Ως προς το λειτουργικό σχεδιασμό του κτιρίου, υπήρξε μία νέα κατακόρυφη κεντρική επικοινωνία, με την κατασκευή νέου κλιμακοστασίου & ασανσέρ. Μία επιβλητική σκάλα, με ξύλινα κιγκλιδώματα και μαρμάρινες βαθμίδες, δεσπόζει στην κεντρική είσοδο του κτιρίου, χωρίζοντάς το νοητά σε δύο ανισοβαρείς - μάλλον - χώρους. Στο ισόγειο, ο διαχωρισμός αυτός είναι και λειτουργικός, μια και καθορίζει τα ιδιοκτησιακά όρια μεταξύ των καταστημάτων, ενώ στους ορόφους γίνεται νοητός επιτρέποντας κυκλικά την επικοινωνία των ορόφων προκειμένου αυτοί να διαρρυθμιστούν ανάλογα με τις ανάγκες του εκάστοτε χρήστη. Οι ψηλοτάβανοι χώροι, τα μεγάλα ξύλινα παράθυρα, αλλά και οι οροφές, είτε στολισμένες με ανάγλυφα στοιχεία, είτε ζωγραφισμένες σε έντονες χρωματικές αποχρώσεις, εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη του κτιρίου δίνοντας μια εξαιρετική ποιότητα στο χώρο αλλά και μια αίσθηση αρχοντιάς και πάλαι ποτέ χλιδής, που μόνον τέτοιου είδους κτίρια αποπνέουν.
Εξωτερικά, οι όψεις του κτιρίου προσεκτικά δουλεμένες, με τη λαμπερότητα των χρωματικών τους αντιπαραθέσεων και τη γλαφυρότητα των μορφολογικών στοιχείων τους, ξαφνιάζουν ευχάριστα τον περαστικό της οδού Πανεπιστημίου, ενώ η επιβλητική κεραμοσκεπής στέγη του - ορατή μόνο από ψηλά - επιστεγάζει ένα άρτιο δημιούργημα.
Το κτίριο αποτελεί ένα έργο τέχνης μέσα στην Αθήνα. Έχει έντονα μνημειακό χαρακτήρα, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει το στιλιστικό πλουραλισμό ενός εκλεκτικιστικού κτιρίου του Μεσοπολέμου, εμφανίζοντας μοτίβα και στοιχεία διαφόρων τεχνοτροπιών. Η απόδοσή του, με την οριστική αναπαλαιωμένη μορφή του, μέσα στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας αποκαθιστά ένα ακόμα δείγμα μιας ιστορικά κατοχυρωμένης, όσο και αμφιλεγόμενης, σημαντικής αρχιτεκτονικής τεχνοτροπίας.
Η ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ
Οι οροφές του κτιρίου είναι κατασκευασμένες με τη μέθοδο του "μπαγδαντί'', δηλαδή με ξύλινες δοκούς πάνω στις οποίες έχει τοποθετηθεί το κονίαμα.
Για την κατασκευή των ζωγραφικών διακόσμων, έχει χρησιμοποιηθεί χρωστική σε μορφή σκόνης με συνδετικό υλικό ζωική κόλλα, όπως προέκυψε από τις αναλύσεις που έγιναν στο Φ.Μ.Τ του T.E.l Αθήνας από τη Δρ. Ε. Ιωακείμογλου, και μέσο διασποράς το νερό. Η εναπόθεση των χρωμάτων έχει γίνει με την τεχνική του secco, δηλαδή ζωγραφική σε στεγνό κονίαμα.
Ο ζωγραφικός διάκοσμος είναι διαφορετικός σε κάθε δωμάτιο και αποτελείται από κεντρική ροζέτα και περιμετρική διακοσμητική ζώνη. Στους κοινούς χώρους (είσοδος, καταστήματα, διάδρομοι, χολ) η ζωγραφική διακόσμηση είναι πιο πλούσια απ' αυτή των δωματίων. Εδώ η περιμετρική ζώνη της οροφογραφίας συνεχίζει στους τοίχους δημιουργώντας μια επιφάνεια φάρδους 50 εκ. όπου ο ζωγραφικός διάκοσμος είναι επίσης πλούσιος.
Στη θεματολογία της ζωγραφικής εμπεριέχονται φυτικά και γεωμετρικά μοτίβα όπως άνθη, φυλλώματα, μαίανδροι, έλικες, ρόδακες, πλοχμοί, σε ποικιλία χρωματικών διαβαθμίσεων. Υπάρχουν και σχέδια που πιθανόν είχαν σχέση με τη χρήση του χώρου, όπως σε οροφογραφία του ισογείου όπου αναπαριστώνται ένα σκάκι, ντόμινο, ζάρια, τράπουλα, μπάλες και στέκες μπιλιάρδου.
Οι εργασίες συντήρησης αποκατάστασης των τοιχογραφιών και οροφογραφιών του κτιρίου, ξεκίνησαν το Δεκέμβριο του 1999 και περατώθηκαν τον Ιούλιο του 2002.
Αρχικά αφαιρέθηκαν με μηχανικό τρόπο και όπου χρειαζόταν με τη βοήθεια οργανικών διαλυτών, τα στρώματα επιχρισμάτων (στόκοι, υδρoχρώματα, ασβεστοχρίσματα) που κάλυπταν τη ζωγραφική επιφάνεια. Μετά την πλήρη αποκάλυψη όλων των οροφογραφιών προέκυψαν τα εξής:
Εμφανίστηκαν μεγάλης έκτασης μεταγενέστερες συμπληρώσεις αρκετές δε και στα ζωγραφικά τμήματα.
Οι συνεχείς μετασεισμικές δονήσεις (απόρροια του σεισμού της 7ης Σεπτεμβρίου 1999) προκάλεσαν αποδυνάμωση του υποστρώματος των οροφογραφιών αλλά και απώλειες τμημάτων του ζωγραφικού διακόσμου.
Σε αρκετά σημεία των οροφογραφιών το συνδετικό (ζωική κόλλα) είχε υδρολυθεί με αποτέλεσμα την έλλειψη συνεκτικότητας των χρωστικών.
Άλλη μία παράμετρος που έπρεπε να ληφθεί υπόψη, ήταν οι στατικές εργασίες και οι ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις, που θα εξυπηρετούσαν τη νέα λειτουργική χρήση του κτιρίου.
Αφού λοιπόν συνυπολογίστηκαν η κατάσταση διατήρησης των τοιχογραφιών-οροφογραφιών και οι νέες επεμβάσεις που προβλέπονταν από την αρχιτεκτονική-στατική μελέτη και πάντα σε συνεννόηση με τη Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαιοτήτων του ΥΠ.ΠΟ, από την οποία είχε εκπονηθεί και η μελέτη συντήρησης το Νοέμβριο του '99, ακολουθήθηκαν τα εξής:
Α. Στερέωση των χρωματικών στρωμάτων με ακρυλικά πολυμερή.
Β. Τα σωζόμενα τμήματα των τοιχογραφιών-οροφογραφιών που δεν θίyovrαν από επεμβάσεις σύμφωνα με την αρχιτεκτονική-στατική μελέτη, υποστυλώθηκαν και συντηρήθηκαν ίn situ (165 τ.μ.).
Γ. Στους χώρους όπου υπήρχε αξιόλογος ζωγραφικός διάκοσμος σε διατηρήσιμη κατάσταση και που σύμφωνα με τη στατική μελέτη δεν ήταν δυνατό να συντηρηθούν ίn situ, έγινε απόσπασης των σωζόμενων τμημάτων, μεταφέρθηκαν στα εργαστήρια της εταιρείας μας, όπου και συντηρήθηκαν και στη συνέχεια επανατοποθετήθηκαν στις αρχικές τους θέσεις στο νεοκλασικό, σε νέο πλέον υποστήριγμα (750 τ.μ.) [5,6, 7,8,9].
Δ. Όπου διαπιστώθηκε ότι ο ζωγραφικός διάκοσμος δεν ήταν διατηρήσιμος σε τέτοια κατάσταση ώστε είτε να συντηρηθεί ίn situ, είτε να αποσπαστεί και να επανατοποθετηθεί μετά τη συντήρηση του, αποφασίστηκε η αναπαραγωγή των αρχικών μοτίβων σε νέο υπόστρωμα, βάση της γραμμικής και χρωματικής αποτύπωσης (550 τ.μ.).
Στην οδό Πανεπιστημίου, στον αριθμό 54, γωνία με την οδό Εμμανουήλ Μπενάκη στο κέντρο της Αθήνας, σ' ένα γωνιακό οικόπεδο εμβαδού 835,30μ2, έχει αναπαλαιωθεί διατηρητέο, εκλεκτικιστικό κτίριο της δεκαετίας του '20 με την ονομασία «ΠΑΛΛΑΔΙΟΝ». Το κτίριο είχε αρχικά σχεδιαστεί και είχε λειτουργήσει ως ξενοδοχείο, ενώ σήμερα έχει αναλάβει τη χρήση κτιρίου γραφείων και καταστημάτων.
Πρόκειται για διατηρητέο νεοκλασικό κτίριο το οποίο περιλαμβάνει υπόγειο, ισόγειο, μεσοόροφο και 3 ορόφους. Το κτίριο έχει κτιστεί στο οικοδομικό τετράγωνο με αριθμό 17, με πρόσωπο 23.50μ. επί της οδού πανεπιστημίου και 36.25μ. επί της οδού Εμμ. Μπενάκη. Κατασκευάστηκε το 1915 με την ονομασία «ΠΑΛΛΑΔΙΟΝ» και είναι έργο του αρχιτέκτονα Παναγιώτη Ζίζηλα. Αποτελεί ένα από τα τρία κτίρια που μελέτησε ο ίδιος αρχιτέκτονας στο κέντρο της Αθήνας, ενώ τα άλλα δύο ήταν το «Μέγαρο Ησαΐα», στην οδό Πατησίων 65, που δυστυχώς έχει κατεδαφιστεί και το παλιό ξενοδοχείο «Μετροπόλ» επί της Σταδίου 69, το οποίο επίσης πρόσφατα ανακαινίστηκε, αλλάζοντας χρήση, από τους ίδιους μελετητές που μελέτησαν και το «Παλλάδιον». Τα κτίρια αυτά ήταν - όπως σημειώνει και ο Μάνος Μπίρης στη βιβλιογραφία του- ο νεωτερισμός της Αθήνας μετά το 1910 κατά τα παρισινά και βιενέζικα "Grand Palaίs" ή 'Zίnsρalaίs'. Το "Παλλάδιον", καθότι το προγενέστερο, διατηρεί σαφώς τους δεσμούς του με το νεοκλασικό παρελθόν. Φωτογραφία της νεανικής ηλικίας του κτιρίου δεν έχει βρεθεί, παρά μόνο μια φωτογραφία του 1960, σαφώς μεταγενέστερη. Παρόλα αυτά, είναι ακόμα και σήμερα σαφής η επιρροή του εκλεκτικισμού στις σχεδιαστικές αρχές που διέπουν το εν λόγω κτίριο.
Το «Παλλάδιον» έχει κατά καιρούς υποστεί εσωτερικές επεμβάσεις στο ισόγειο και στον μεσοόροφο, προκειμένου να ικανοποιηθούν λειτουργικά οι διάφορες χρήσεις που εξέλαβε κατά τη διάρκεια προηγούμενων δεκαετιών. Επίσης, έγιναν προσθήκες στον ισόγειο χώρο του και τον μεσοόροφο, που χρονολογικά τοποθετούνται στην αμέσως μετά το Β' παγκόσμιο Πόλεμο περίοδο.
Το κτίριο αυτό μαράζωσε περί τα μέσα της δεκαετίας του '90, όπου πλέον βρισκόταν σε κακή κατάσταση, με πολλαπλές φθορές στο διακοσμητικό αλλά και φέροντα οργανισμό του, και κατέληξε τελικά να αγοραστεί από ιδιώτη επιχειρηματία προς το τέλος της δεκαετίας του '90 ο οποίος και ξεκίνησε τη διαδικασία αποκατάστασής του.
Το κτίριο έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο - βάσει των ΦΕΚ 503Δ/83 και 592Β/83 - από δύο διαφορετικούς φορείς: τόσο από το ΥΠΕΧΩΔΕ, όσο και από το ΥΠ.ΠΟ λόγω των όψεών του, οι οποίες και θεωρούνται έργα τέχνης. Πρακτικά, αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αναγκαιότητα λήψης δύο ξεχωριστών εγκρίσεων για οποιαδήποτε μελέτη ή πράξη λάμβανε χώρα μέσα στο κτίριο, ενώ τελική έγκριση, πριν την έκδοση της αντίστοιχης οικοδομικής άδειας, έδωσε το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ). Το κτίριο αποτυπώθηκε πλήρως -εσωτερικά και εξωτερικά- προκειμένου να αποδοθεί με σαφήνεια και πιστότητα η γνήσια μορφή του. Η σοβαρή μελέτη που έγινε από τους μελετητές ως προς τη λεπτομερή αποτύπωση των στοιχείων του κτιρίου, αλλά και ως προς τη νέα συνθετική δομή των εσωτερικών χώρων, είναι εμφανής στο αποτέλεσμα που έχουμε σήμερα. Όταν ολοκληρώθηκε, αποδόθηκε ξανά στην αρχική μορφή του, μια και όλα τα στοιχεία είχαν φωτογραφηθεί, αποτυπωθεί και σχεδιαστεί σύμφωνα -βέβαια- και με τις οδηγίες της Διεύθυνσης Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού, από την οποία και αποσπάστηκε ειδικός συντηρητής στο κτίριο προκειμένου να κάνει αυτή τη δουλειά.
Όσον αφορά τη στατική δομή του κτιρίου θα πρέπει να επισημάνουμε ότι έγινε πλήρης αλλαγή του φέροντος οργανισμού του, προκειμένου αυτό να τηρήσει τις σύγχρονες προδιαγραφές αντισεισμικών κανονισμών και όλους τους κανόνες ασφαλείας. Με νέα θεμελίωση, κατάργηση των παλαιών υποστυλωμάτων με καινούργια εφαρμογή GUNITE, και λοιπές επεμβάσεις, το εκλεκτικιστικό αυτό κτίριο της δεκαετίας του '20, μπορεί να υπερηφανεύεται ότι πληροί όλα τα τεχνικά χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου κτιρίου συνδυάζοντας ταυτόχρονα την αίγλη και τη λάμψη του παλιού.
Παράλληλα άλλαξε πλέον χρήση από ξενοδοχείο σε κτίριο γραφείων και καταστημάτων. Οι τέσσερις πάνω όροφοι διαμορφώθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να λειτουργήσουν σα γραφεία, ενώ το ισόγειο και ο μεσοόροφος έχουν ήδη μισθωθεί ως καταστήματα στις εταιρείες TOI & ΜΟΙ, METROPOLlS και VODAFONE.
Ως προς το λειτουργικό σχεδιασμό του κτιρίου, υπήρξε μία νέα κατακόρυφη κεντρική επικοινωνία, με την κατασκευή νέου κλιμακοστασίου & ασανσέρ. Μία επιβλητική σκάλα, με ξύλινα κιγκλιδώματα και μαρμάρινες βαθμίδες, δεσπόζει στην κεντρική είσοδο του κτιρίου, χωρίζοντάς το νοητά σε δύο ανισοβαρείς - μάλλον - χώρους. Στο ισόγειο, ο διαχωρισμός αυτός είναι και λειτουργικός, μια και καθορίζει τα ιδιοκτησιακά όρια μεταξύ των καταστημάτων, ενώ στους ορόφους γίνεται νοητός επιτρέποντας κυκλικά την επικοινωνία των ορόφων προκειμένου αυτοί να διαρρυθμιστούν ανάλογα με τις ανάγκες του εκάστοτε χρήστη. Οι ψηλοτάβανοι χώροι, τα μεγάλα ξύλινα παράθυρα, αλλά και οι οροφές, είτε στολισμένες με ανάγλυφα στοιχεία, είτε ζωγραφισμένες σε έντονες χρωματικές αποχρώσεις, εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη του κτιρίου δίνοντας μια εξαιρετική ποιότητα στο χώρο αλλά και μια αίσθηση αρχοντιάς και πάλαι ποτέ χλιδής, που μόνον τέτοιου είδους κτίρια αποπνέουν.
Εξωτερικά, οι όψεις του κτιρίου προσεκτικά δουλεμένες, με τη λαμπερότητα των χρωματικών τους αντιπαραθέσεων και τη γλαφυρότητα των μορφολογικών στοιχείων τους, ξαφνιάζουν ευχάριστα τον περαστικό της οδού Πανεπιστημίου, ενώ η επιβλητική κεραμοσκεπής στέγη του - ορατή μόνο από ψηλά - επιστεγάζει ένα άρτιο δημιούργημα.
Το κτίριο αποτελεί ένα έργο τέχνης μέσα στην Αθήνα. Έχει έντονα μνημειακό χαρακτήρα, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει το στιλιστικό πλουραλισμό ενός εκλεκτικιστικού κτιρίου του Μεσοπολέμου, εμφανίζοντας μοτίβα και στοιχεία διαφόρων τεχνοτροπιών. Η απόδοσή του, με την οριστική αναπαλαιωμένη μορφή του, μέσα στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας αποκαθιστά ένα ακόμα δείγμα μιας ιστορικά κατοχυρωμένης, όσο και αμφιλεγόμενης, σημαντικής αρχιτεκτονικής τεχνοτροπίας.
Η ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ
Οι οροφές του κτιρίου είναι κατασκευασμένες με τη μέθοδο του "μπαγδαντί'', δηλαδή με ξύλινες δοκούς πάνω στις οποίες έχει τοποθετηθεί το κονίαμα.
Για την κατασκευή των ζωγραφικών διακόσμων, έχει χρησιμοποιηθεί χρωστική σε μορφή σκόνης με συνδετικό υλικό ζωική κόλλα, όπως προέκυψε από τις αναλύσεις που έγιναν στο Φ.Μ.Τ του T.E.l Αθήνας από τη Δρ. Ε. Ιωακείμογλου, και μέσο διασποράς το νερό. Η εναπόθεση των χρωμάτων έχει γίνει με την τεχνική του secco, δηλαδή ζωγραφική σε στεγνό κονίαμα.
Ο ζωγραφικός διάκοσμος είναι διαφορετικός σε κάθε δωμάτιο και αποτελείται από κεντρική ροζέτα και περιμετρική διακοσμητική ζώνη. Στους κοινούς χώρους (είσοδος, καταστήματα, διάδρομοι, χολ) η ζωγραφική διακόσμηση είναι πιο πλούσια απ' αυτή των δωματίων. Εδώ η περιμετρική ζώνη της οροφογραφίας συνεχίζει στους τοίχους δημιουργώντας μια επιφάνεια φάρδους 50 εκ. όπου ο ζωγραφικός διάκοσμος είναι επίσης πλούσιος.
Στη θεματολογία της ζωγραφικής εμπεριέχονται φυτικά και γεωμετρικά μοτίβα όπως άνθη, φυλλώματα, μαίανδροι, έλικες, ρόδακες, πλοχμοί, σε ποικιλία χρωματικών διαβαθμίσεων. Υπάρχουν και σχέδια που πιθανόν είχαν σχέση με τη χρήση του χώρου, όπως σε οροφογραφία του ισογείου όπου αναπαριστώνται ένα σκάκι, ντόμινο, ζάρια, τράπουλα, μπάλες και στέκες μπιλιάρδου.
Οι εργασίες συντήρησης αποκατάστασης των τοιχογραφιών και οροφογραφιών του κτιρίου, ξεκίνησαν το Δεκέμβριο του 1999 και περατώθηκαν τον Ιούλιο του 2002.
Αρχικά αφαιρέθηκαν με μηχανικό τρόπο και όπου χρειαζόταν με τη βοήθεια οργανικών διαλυτών, τα στρώματα επιχρισμάτων (στόκοι, υδρoχρώματα, ασβεστοχρίσματα) που κάλυπταν τη ζωγραφική επιφάνεια. Μετά την πλήρη αποκάλυψη όλων των οροφογραφιών προέκυψαν τα εξής:
Εμφανίστηκαν μεγάλης έκτασης μεταγενέστερες συμπληρώσεις αρκετές δε και στα ζωγραφικά τμήματα.
Οι συνεχείς μετασεισμικές δονήσεις (απόρροια του σεισμού της 7ης Σεπτεμβρίου 1999) προκάλεσαν αποδυνάμωση του υποστρώματος των οροφογραφιών αλλά και απώλειες τμημάτων του ζωγραφικού διακόσμου.
Σε αρκετά σημεία των οροφογραφιών το συνδετικό (ζωική κόλλα) είχε υδρολυθεί με αποτέλεσμα την έλλειψη συνεκτικότητας των χρωστικών.
Άλλη μία παράμετρος που έπρεπε να ληφθεί υπόψη, ήταν οι στατικές εργασίες και οι ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις, που θα εξυπηρετούσαν τη νέα λειτουργική χρήση του κτιρίου.
Αφού λοιπόν συνυπολογίστηκαν η κατάσταση διατήρησης των τοιχογραφιών-οροφογραφιών και οι νέες επεμβάσεις που προβλέπονταν από την αρχιτεκτονική-στατική μελέτη και πάντα σε συνεννόηση με τη Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαιοτήτων του ΥΠ.ΠΟ, από την οποία είχε εκπονηθεί και η μελέτη συντήρησης το Νοέμβριο του '99, ακολουθήθηκαν τα εξής:
Α. Στερέωση των χρωματικών στρωμάτων με ακρυλικά πολυμερή.
Β. Τα σωζόμενα τμήματα των τοιχογραφιών-οροφογραφιών που δεν θίyovrαν από επεμβάσεις σύμφωνα με την αρχιτεκτονική-στατική μελέτη, υποστυλώθηκαν και συντηρήθηκαν ίn situ (165 τ.μ.).
Γ. Στους χώρους όπου υπήρχε αξιόλογος ζωγραφικός διάκοσμος σε διατηρήσιμη κατάσταση και που σύμφωνα με τη στατική μελέτη δεν ήταν δυνατό να συντηρηθούν ίn situ, έγινε απόσπασης των σωζόμενων τμημάτων, μεταφέρθηκαν στα εργαστήρια της εταιρείας μας, όπου και συντηρήθηκαν και στη συνέχεια επανατοποθετήθηκαν στις αρχικές τους θέσεις στο νεοκλασικό, σε νέο πλέον υποστήριγμα (750 τ.μ.) [5,6, 7,8,9].
Δ. Όπου διαπιστώθηκε ότι ο ζωγραφικός διάκοσμος δεν ήταν διατηρήσιμος σε τέτοια κατάσταση ώστε είτε να συντηρηθεί ίn situ, είτε να αποσπαστεί και να επανατοποθετηθεί μετά τη συντήρηση του, αποφασίστηκε η αναπαραγωγή των αρχικών μοτίβων σε νέο υπόστρωμα, βάση της γραμμικής και χρωματικής αποτύπωσης (550 τ.μ.).
Απόσπασμα από παρουσίαση των Γεωργίου Παυλόπουλου συντηρητή Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης T.Ε.,
Εργαστηριακού Συνεργάτη ΤΕΙ Αθήνας στο Τμήμα Σ.Α.Ε.Τ. και
Μάρας Χατζηνικολάου
Συντηρήτριας Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης Τ.Ε.
Εργαστηριακού Συνεργάτη ΤΕΙ Αθήνας στο Τμήμα Σ.Α.Ε.Τ. και
Μάρας Χατζηνικολάου
Συντηρήτριας Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης Τ.Ε.