ΕΘΝΙΚΟ ΑΣΤΕΡΟΣΚΟΠΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ, ΚΤΙΡΙΟ "ΣΙΝΑ""Μελέτη συντήρησης και αποκατάστασης τοιχογραφιών, οροφογραφιών και ξύλινων στοιχείων"
Ιστορικά στοιχεία - αρχιτεκτονική κτηρίου
Κατά τα πρώτα έτη της αναβίωσης των Αθηνών ως πρωτεύουσας του κράτους, τις παρατηρήσεις της Αστρονομίας και της Μετεωρολογίας εκτελούσε ο καθηγητής του μαθήματος στο Πανεπιστήμιο Γ. Βούρης, έχοντας εγκαταστήσει εκ των ενόντων, στην ταράτσα του ξενοδοχείου της οδού Αιόλου πλησίον της Αγίας Ειρήνης, παρατηρητήριο και μετεωρολογικό σταθμό. Το 1842 ο πρύτανης Κ. Σχινάς μετέβη στη Βιέννη για τη συλλογή εράνων με σκοπό την αποπεράτωση του Πανεπιστημίου. Ο βαρόνος Γεώργιος Σίνας στον οποίο μεταξύ άλλων αποτάθηκε, προτίμησε αντί να μετάσχει απλώς στην κοινή εισφορά, να γίνει ιδρυτής ενός αυτοτελούς καταστήματος σχετικού προς το Πανεπιστήμιο. Ανέλαβε δε να κτίσει το αστεροσκοπείο των Αθηνών, να το εφοδιάσει με τα επιστημονικά του όργανα, να συντηρεί τη λειτουργία του και να χρηματοδοτεί τις εκδόσεις του.
Αρχικά, ορίστηκε η θέση του Αστεροσκοπείου στην κορυφή του λόφου του Λυκαβηττού. Τελικά όμως, επικράτησε η γνώμη να κτιστεί στο λόφο των Νυμφών, παρά τις αντιρρήσεις τις οποίες προέβαλλε η Ακαδημία του Μονάχου, ότι δεν έπρεπε να διαταραχθεί η ηρεμία και η αγνότητα του αρχαιολογικού τοπίου των Αθηνών με την ανέγερση εκεί ενός νεότερου κτιρίου.
Σχέδιο του κτιρίου εκπόνησε πρώτα ο Σάουμπερτ, δεν άρεσε όμως στον Όθωνα. Ο ίδιος ο Σάουμπερτ υπέδειξε κατόπιν στον Σίνα ως αρχιτέκτονα, τον Θεόφιλο Χάνσεν και εκείνου το σχέδιο εγκρίθηκε.
Η οικοδόμηση άρχισε την 26η Ιουνίου του 1842, ημέρα ολικής έκλειψης του ήλιου, και περατώθηκε το 1846.
Η κάτοψη του κτιρίου είναι απλούστατη, σε σχήμα σταυρού, διατεταγμένου ως προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα . Στο μέσο έχει τετραγωνικό πύργο, με την κλίμακα η οποία οδηγεί προς τον περιστροφικό τρούλο των παρατηρήσεων –ο οποίος εδράζεται σε δακτύλιο– και στην ταράτσα. Οι κεραίες του κτίσματος καλύπτονται από δίρριχτη στέγη.
Οι κίονες, οι βάσεις τους, το επιστύλιο και οι γωνίες του κτίσματος είναι κατασκευασμένα από κυανωπό μάρμαρο Υμηττού. Τα κιονόκρανα, το γείσο, τα ακρωτήρια, ο δακτύλιος του θόλου και διάφορα διακοσμητικά που τοποθετήθηκαν στο εσωτερικό, είναι κατασκευασμένα από Πεντελικό μάρμαρο. Η λιθοδομή των τοιχωμάτων προέρχεται από εκσκαφές ασβεστόλιθου που πραγματοποιήθηκαν στο λόφο των Νυμφών κατά την οικοδόμηση του κτιρίου .
Οι τοίχοι των όψεων έχουν αναλυθεί σε πεσσούς προκειμένου να αποκτήσει έντονη πλαστικότητα και επιπλέον να τονιστεί σαφέστερα η κατακόρυφη άρθρωση των ανοιγμάτων. Τα πυκνότερα ρυθμολογικά στοιχεία στο μεσαίο τμήμα της όψης –ενδιάμεσες παραστάδες στα ανοίγματα, διαμόρφωση ενιαίου θριγκού, αετωματική στέψη– βοηθούν στη διατύπωση ενός ‘’κλασικού’’ ανοίγματος. Η ‘’πλαστικότητα’’ τονίζεται και με τη διαφοροποίηση του τόνου του ‘’βάθους’’ του τυμπάνου στο αέτωμα της όψης, αλλά και στα διαστήματα μεταξύ των πεσσών.
Η ελαφρότητα του όγκου, η απλότητα της σύνθεσης και οι ωραίες αναλογίες, δίνουν στο κτίριο τόση ήρεμη χάρη, ώστε ο Θεόφιλος Χάνσεν μόνο στο έργο του αυτό έγραψε: «SERVARE INTAMINATUM» δηλαδή: «Να μείνει ανέπαφο». Χαρακτηριστικό είναι ότι στο αέτωμα υπάρχει ολόγλυφη σύνθεση στο κέντρο της οποίας έχει τοποθετηθεί ο θυρεός της οικογένειας Σίνα.
Το 1890 το αστεροσκοπείο μετατράπηκε σε κρατικό ίδρυμα και μετονομάστηκε σε Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, με διευθυντή τον καθηγητή Δημήτρη Αιγινήτη. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ύστερα από δωρεές επιφανών Ελλήνων, αγοράστηκε οικόπεδο δίπλα σε αυτό του Αστεροσκοπείου όπου οικοδομήθηκαν τρία βοηθητικά κτίρια. Στο ένα από αυτά τα κτίσματα, στεγάζονται σήμερα οι διοικητικές υπηρεσίες του Αστεροσκοπείου Αθηνών. Πρόκειται για διώροφο κτίριο το οποίο φέρει πλούσια ζωγραφική διακόσμηση σε όλους τους χώρους, τόσο στις οροφές, όσο και στους κατακόρυφους τοίχους.
Κατά τα πρώτα έτη της αναβίωσης των Αθηνών ως πρωτεύουσας του κράτους, τις παρατηρήσεις της Αστρονομίας και της Μετεωρολογίας εκτελούσε ο καθηγητής του μαθήματος στο Πανεπιστήμιο Γ. Βούρης, έχοντας εγκαταστήσει εκ των ενόντων, στην ταράτσα του ξενοδοχείου της οδού Αιόλου πλησίον της Αγίας Ειρήνης, παρατηρητήριο και μετεωρολογικό σταθμό. Το 1842 ο πρύτανης Κ. Σχινάς μετέβη στη Βιέννη για τη συλλογή εράνων με σκοπό την αποπεράτωση του Πανεπιστημίου. Ο βαρόνος Γεώργιος Σίνας στον οποίο μεταξύ άλλων αποτάθηκε, προτίμησε αντί να μετάσχει απλώς στην κοινή εισφορά, να γίνει ιδρυτής ενός αυτοτελούς καταστήματος σχετικού προς το Πανεπιστήμιο. Ανέλαβε δε να κτίσει το αστεροσκοπείο των Αθηνών, να το εφοδιάσει με τα επιστημονικά του όργανα, να συντηρεί τη λειτουργία του και να χρηματοδοτεί τις εκδόσεις του.
Αρχικά, ορίστηκε η θέση του Αστεροσκοπείου στην κορυφή του λόφου του Λυκαβηττού. Τελικά όμως, επικράτησε η γνώμη να κτιστεί στο λόφο των Νυμφών, παρά τις αντιρρήσεις τις οποίες προέβαλλε η Ακαδημία του Μονάχου, ότι δεν έπρεπε να διαταραχθεί η ηρεμία και η αγνότητα του αρχαιολογικού τοπίου των Αθηνών με την ανέγερση εκεί ενός νεότερου κτιρίου.
Σχέδιο του κτιρίου εκπόνησε πρώτα ο Σάουμπερτ, δεν άρεσε όμως στον Όθωνα. Ο ίδιος ο Σάουμπερτ υπέδειξε κατόπιν στον Σίνα ως αρχιτέκτονα, τον Θεόφιλο Χάνσεν και εκείνου το σχέδιο εγκρίθηκε.
Η οικοδόμηση άρχισε την 26η Ιουνίου του 1842, ημέρα ολικής έκλειψης του ήλιου, και περατώθηκε το 1846.
Η κάτοψη του κτιρίου είναι απλούστατη, σε σχήμα σταυρού, διατεταγμένου ως προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα . Στο μέσο έχει τετραγωνικό πύργο, με την κλίμακα η οποία οδηγεί προς τον περιστροφικό τρούλο των παρατηρήσεων –ο οποίος εδράζεται σε δακτύλιο– και στην ταράτσα. Οι κεραίες του κτίσματος καλύπτονται από δίρριχτη στέγη.
Οι κίονες, οι βάσεις τους, το επιστύλιο και οι γωνίες του κτίσματος είναι κατασκευασμένα από κυανωπό μάρμαρο Υμηττού. Τα κιονόκρανα, το γείσο, τα ακρωτήρια, ο δακτύλιος του θόλου και διάφορα διακοσμητικά που τοποθετήθηκαν στο εσωτερικό, είναι κατασκευασμένα από Πεντελικό μάρμαρο. Η λιθοδομή των τοιχωμάτων προέρχεται από εκσκαφές ασβεστόλιθου που πραγματοποιήθηκαν στο λόφο των Νυμφών κατά την οικοδόμηση του κτιρίου .
Οι τοίχοι των όψεων έχουν αναλυθεί σε πεσσούς προκειμένου να αποκτήσει έντονη πλαστικότητα και επιπλέον να τονιστεί σαφέστερα η κατακόρυφη άρθρωση των ανοιγμάτων. Τα πυκνότερα ρυθμολογικά στοιχεία στο μεσαίο τμήμα της όψης –ενδιάμεσες παραστάδες στα ανοίγματα, διαμόρφωση ενιαίου θριγκού, αετωματική στέψη– βοηθούν στη διατύπωση ενός ‘’κλασικού’’ ανοίγματος. Η ‘’πλαστικότητα’’ τονίζεται και με τη διαφοροποίηση του τόνου του ‘’βάθους’’ του τυμπάνου στο αέτωμα της όψης, αλλά και στα διαστήματα μεταξύ των πεσσών.
Η ελαφρότητα του όγκου, η απλότητα της σύνθεσης και οι ωραίες αναλογίες, δίνουν στο κτίριο τόση ήρεμη χάρη, ώστε ο Θεόφιλος Χάνσεν μόνο στο έργο του αυτό έγραψε: «SERVARE INTAMINATUM» δηλαδή: «Να μείνει ανέπαφο». Χαρακτηριστικό είναι ότι στο αέτωμα υπάρχει ολόγλυφη σύνθεση στο κέντρο της οποίας έχει τοποθετηθεί ο θυρεός της οικογένειας Σίνα.
Το 1890 το αστεροσκοπείο μετατράπηκε σε κρατικό ίδρυμα και μετονομάστηκε σε Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, με διευθυντή τον καθηγητή Δημήτρη Αιγινήτη. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ύστερα από δωρεές επιφανών Ελλήνων, αγοράστηκε οικόπεδο δίπλα σε αυτό του Αστεροσκοπείου όπου οικοδομήθηκαν τρία βοηθητικά κτίρια. Στο ένα από αυτά τα κτίσματα, στεγάζονται σήμερα οι διοικητικές υπηρεσίες του Αστεροσκοπείου Αθηνών. Πρόκειται για διώροφο κτίριο το οποίο φέρει πλούσια ζωγραφική διακόσμηση σε όλους τους χώρους, τόσο στις οροφές, όσο και στους κατακόρυφους τοίχους.